χλωρολευκοχρυσικός

χλωρολευκοχρυσικός
-ή, -ό, Ν φρ. «χλωρολευκοχρυσικό οξύ»
χημ. απλουστευμένη ονομασία τής ένωσης εξαχλωρολευκοχρυσικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chloroplatinic (acid) < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + platinic < platine «λευκόχρυσος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”